ΙΣΤΟΡΙΑ


 

Η ΑΧΕΛΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΠΑΦΟΥ, 7 ΧΙΛ. ΠΕΡΙΠΟΥ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ.


Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΧΕΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ

H Αχέλεια είναι χωριό της επαρχίας Πάφου, στη γεωγραφική περιφέρεια της παράκτιας πεδιάδας της Πάφου, 7 περίπου χμ. στα ΝΑ. της πόλης Πάφου. Είναι κτισμένη σ’ ένα υψόμετρο, κάπου 35 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, λίγα μόνο μέτρα στ’ ανατολικά της κοίτης του ποταμού της Έζουσας, που τοπικά είναι γνωστός ως ποταμός της Αχέλειας.

Η Αχέλεια είναι μεταξύ των χωριών που ευεργετήθηκαν από το αρδευτικό έργο της Πάφου, ιδιαίτερα από το φράγμα του Ασπρόκρεμμου και τις γεωτρήσεις που ανορύχθηκαν κατά μήκος των ποταμών της περιοχής. Ακόμη στο χωριό, το 1979, συμπληρώθηκε σχέδιο αναδασμού σε μια μικρή έκταση 79 περίπου σκαλών γόνιμης γης, που το μεγαλύτερο μέρος αρχικά ανήκε στο μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου.

Οι ιδιοκτήτες του τσιφλικιού της Αχέλειας, δεν καλλιέργησαν ποτέ τη γη, αλλά συνεχώς ενοικίαζαν τόσο τη γεωργική έκταση, όσο και το νερό του ποταμού της Έζουσας. Οι ενοικιαστές με τη σειρά τους καλλιεργούσαν μέρος της γης, ενώ ενοικίαζαν το υπόλοιπο σε μικροϊδιοκτήτες. Κάποτε η εύφορη γη της Αχέλειας ενοικιαζόταν ως βοσκότοπος, το δε άφθονο νερό της Έζουσας ενοικιαζόταν και μεταφερόταν σ’ άλλα χωριά, σε μακρινές αποστάσεις. Κάτω από τέτοιες συνθήκες το τσιφλίκι παραμελήθηκε και ερημώθηκαν οι λίγες κτιριακές εγκαταστάσεις.


Πάνω στα εύφορα εδάφη της Αχέλειας, καλλιεργούνται λαχανικά, αμπέλια, εσπεριδοειδή, σιτηρά, φυστίκια, κτηνοτροφικά φυτά, πατάτες, ελιές, φυλλοβόλα και άλλα. Στο χωριό το 1979 εκτρέφονταν 769 πρόβατα και 378 κατσίκες.. Η μόνη βιομηχανική δραστηριότητα στην Αχέλεια, είναι η παραγωγή σκύρων κατά μήκος της κοίτης του ποταμού της Έζουσας.

Ο πληθυσμός της Αχέλειας γνώρισε αυξομειώσεις μεταξύ 1881 και 1982. Οι 56 κάτοικοι του 1881 αυξήθηκαν στους 63 το 1901, μειώθηκαν στους 52 το 1946 και αυξήθηκαν στους 91 το 1982. Τα πολύ λίγα σπίτια του οικισμού βρίσκονται κατά μήκος του κύριου δρόμου, καθώς και κατά μήκος κάποιου άλλου στενού δρόμου, κάθετου στο δρόμο Πάφου-Λεμεσού. Κατά μήκος του κύριου δρόμου Πάφου-Λεμεσού, βρίσκονται και οι κύριες εγκαταστάσεις της κυβερνητικής έπαυλης Αχέλειας.

Το χωριό, που καλύπτεται με πολεοδομικές ζώνες, βρίσκεται στον κύριο δρόμο Πάφου-Λεμεσού, ενώ στα ΒΑ. συνδέεται με την Αγία Βαρβάρα.

Η υπόλοιπη έκταση του τσιφλικιού ενοικιάστηκε σε ακτήμονες ή μικροκαλλιεργητές από την Αχέλεια και τα γειτονικά χωριά. Η έκταση διαιρέθηκε σε τρία τμήματα, ένα σε κάθε τμήμα. Το ενοικιαστήριο είχε διάρκεια 10 χρόνια. Η γη ουσιαστικά ενοικιάστηκε στη συνεργατική έπαυλη Αχέλειας, η οποία με τη σειρά της εταιρείας περιλάμβαναν τα χωριά Γεροσκήπου, Αχέλεια, Τίμη, Αγία Βαρβάρα, Αγία Μαρινούδα, Κολώνη και Αναρίτα, από τα οποία προφανώς προέρχονταν τα μέλη. Αρχικά μέλη της εταιρείας ήσαν 112 Ελληνοκύπριοι και 38 Τουρκοκύπριοι. Το 1956 η συνεργατική έπαυλη Αχέλειας αριθμούσε 153 μέλη. Κάθε μέλος είχε στη διάθεσή του 18-20 σκάλες γης σε τρία διαφορετικά τμήματα, με μια μέση έκταση τεμαχίου 6 περίπου σκάλες. Η συνολική έκταση που ενοικιαζόταν στην έπαυλη ανερχόταν σε 2.922 σκάλες.

Σήμερα, αφού η κυβέρνηση κράτησε 1,683 σκάλες γης, για τις ανάγκες του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, αφού αφαιρέθηκε η έκταση που καταλήφθηκε από το αεροδρόμιο Πάφου και αφού ακόμη αφαιρέθηκαν άλλες 642 σκάλες (δρόμοι, κτιριακές εγκαταστάσεις, άγονη γη), η υπόλοιπη έκταση διανεμήθηκε σε 139 κλήρους, που μπορούν να αυξηθούν σε 141.


Κοντά στον κεντρικό δρόμο της Αχέλειας, είναι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, του 16ου αιώνα, η οποία ανακαινίσθηκε τον 18ο αιώνα. Άλλη εκκλησία που διατηρείται, είναι του Αγίου Θεοδοσίου, στην οποία υπάρχουν τοιχογραφίες. Κοντά στη θάλασσα είναι το ερειπωμένο εκκλησάκι του Αγίου Λεοντίου. Φαίνεται ότι στην περιοχή υπήρχε μικρή πόλη των Ρωμαϊκών χρόνων. Στο λιμανάκι της Αχέλειας, γνωστό ως Μούλια, βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας της Χρυσορρογιάτισσας, την οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έφεραν τα κύματα. Η ονομασία της προέκυψε από την παραφθορά της γαλλικής λέξης L’Eschelle (Ασσέ’έλεια) που σημαίνει λιμάνι, αποβάθρα ή γενικότερα μέρος όπου δένουν καράβια. Η ονομασία της περιοχής ήταν γνωστή από την εποχή της Φραγκοκρατίας, οπότε σύμφωνα με τον Γ. Καρούζη, θα πρέπει να υπήρχε εκεί μικρό αγκυροβόλιο.

Κατά τη βρετανική αποικιακή κυβέρνηση, η Αχέλεια ήταν τσιφλίκι. Μία μεγάλη συμπαγής έκταση 5,191 σκαλών γεωργικής γης, στ’ ανατολικά του ποταμού της Έζουσας. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία για την κατάσταση της διακατοχής γης του τσιφλικιού κατά την Βυζαντινή περίοδο. Μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους το 1570/1, η Αχέλεια μαζί με τρία άλλα τσιφλίκια, (Κούκλια, Μαμώνια, Πότιμα) περιήλθαν στην κατοχή της βαλιδέ σουλτάνας.

Η έκταση που κρατήθηκε από την κυβέρνηση για τις ανάγκες του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, περιλαμβάνει τα ακόλουθα: φυτώρια, πειραματικό σταθμό του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών, λαχανοκομικές μονάδες, αμυγδαλεώνα, εσπεριδοειδή, αμπέλια οινοποιήσιμων και επιτραπέζιων ποικιλιών, καρυδιές, ελιές, τριφύλλι, φυλλοβόλα, μεσπιλιές και μια κενή έκταση για μελλοντικές ανάγκες. Εξ’ άλλου έκταση κάπου 250 σκαλών, χρησιμοποιείται από το Τμήμα Γεωργίας και το Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών, για παραγωγή βασικών σπόρων κτηνοτροφικών φυτών, δοκιμαστική καλλιέργεια νέων ειδών και ποικιλιών φυτών μεγάλης καλλιέργειας, καθώς και νέων ποικιλιών κτηνοτροφικών φυτών, και διεξαγωγή πειραμάτων από το Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών, για θέματα που αφορούν τα φυτά μεγάλης καλλιέργειας.

Θα περίμενε κανείς λοιπόν ότι η Αχέλεια με το καρποφόρο έδαφός της και με το άφθονο νερό του ποταμού της Έζουσας, θα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της Πάφου, όμως παρά την οικονομική της ευρωστία, την ανάπτυξή της σε βασικά έργα, είναι μια από τις μικρότερες κοινότητες της επαρχίας. Η μηδαμινή ανάπτυξη του χωριού οφείλεται στο γεγονός ότι το 90% της γης είναι κυβερνητική. Η ιδιωτική γη παράλληλα δεν μπορεί να αναπτυχθεί, αφού δεν είναι ενταγμένη σε οικιστική ή τουριστική γη, αλλά σε γεωργική. Επίσης τεράστια έκταση γης κατέχει και η Μονή Αγίου Νεοφύτου στην Αχέλεια, την οποία επίσης, η Μονή δεν μπορεί να αξιοποιήσει, ώστε να δοθεί ο αέρας την ανανέωσης και της ανάπτυξης στο χωριό, αφού αποτελεί γεωργική ζώνη.